- κιονόκρανον
- κιονόκρανονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κιονοκράνοις — κιονόκρανον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιονοκράνου — κιονόκρανον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιονοκράνων — κιονόκρανον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιονόκρανα — κιονόκρανον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
КОЛОННА — • Columna, στήλη или στυ̃λος, также κίων, столб, колонна. Первоначально столбы служили только для удобства, как подпора крыши; сначала они состояли, вероятно, из древесных стволов или неотесанных каменных глыб и только мало помалу… … Реальный словарь классических древностей
κιονόκρανο — Τμήμα του κίονα (κολόνας) το οποίο παρεμβάλλεται ανάμεσα στον κορμό και στο επιστήλιο. Βλ. λ. κίονας. Δείγμα ρομανικού κιονόκρανου (Αίθριο του αβαείου του Μουασάκ, Γαλλία). Κιονόκρανο της υστεροβυζαντινής περιόδου (Κρύπτη του Αγίου Ιωάννη,… … Dictionary of Greek
κιόκρανον — κιόκρανον, τὸ (Α) κιονόκρανο* («πίπτει τὸ κιόκρανον ἀπὸ τοῦ κίονος οὔτε σεισμοῦ οὔτε ἀνέμου γενομένου», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ερμηνεύεται ως προερχόμενη από κιονό κρανον* με συλλαβική ανομοίωση (απλολογία), αν και ο τ. κιονόκρανον είναι… … Dictionary of Greek